-
1 υπηρετώ
(ε) 1. αμετ. служить, быть на службе;πού υπηρετείς; — где ты служишь?;
υπηρετώ (ως) γραμματεύς — служить секретарём;
υπηρετώ στο στρατό — служить в армии;
2. μετ. служить (кому-чему-л.); быть в услужении (у кого-л.);υπηρετ τό λαό (την πατρίδα) — служить народу (родине);
υπηρετώ τη θητεία μου — служить свой срок (в армии)
-
2 υπηρετώ
[ипирэто] р. служить, обслуживать, прислуживать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπηρετώ
-
3 υπηρετώ
[ипирэто] ρ служить, обслуживать, прислуживать. -
4 υπηρετεω
1) служить во флоте, тж. управлять кораблем2) служить, помогать, содействовать(τινι εἴς τι Her., Xen., τινι πρός τι Dem. и τινί τι Soph., Eur., Xen., Plat.)
αὑτοῖς ὑ. Arst. — заботиться о себе самих;τὰ ἀπ΄ ἡμέων ἐς ὑμέας ἐπιτηδέως ὑπηρετέεται Her. — (все), чем мы располагаем, к вашим услугам;τὰ συμφέροντα ὑ. τινι Xen. — оказывать полезные услуги кому-л.;τὰ λοίφ΄ ὑ. Soph. — помогать в остальном, довершать;ὑ. τῇ νόσῳ Soph. — помогать бороться с болезнью;ἥ ὑπηρετοῦσα ἐπιστήμη Arst. — служебная наука3) исполнять, повиноваться(τοῖς νόμοις Lys.; τὸ κελευόμενον Xen.)
καλῶς ὑ. τινὴ προστάξαντι Xen. — точно выполнять чьи-л. распоряжения;Ζεὺς, ᾧ δέδοκται ταῦθ΄, ὑπηρετῶ δ΄ ἐγώ Soph. — это было угодно Зевсу, а я (лишь) исполняю -
5 θητεία
η1) срок военной службы, военная служба;υπηρετώ τη θητείαθητεία μου — отслужить срок военной службы;
υποχρεωτική θητεία — военная повинность;
2)- пребывание в какой-л. должности; срок, время службы;η θητεία τού Προέδρου της Δημοκρατίας — пребывание на посту президента республики
-
6 ναυτικό(ν)
το морской флот;εμπορικό ναυτικό(ν) — торговый флот;
πολεμικό ναυτικό(ν) — военно-морской флот;
υπηρετώ στο ναυτικό(ν) — служить во флоте
-
7 ναυτικό(ν)
το морской флот;εμπορικό ναυτικό(ν) — торговый флот;
πολεμικό ναυτικό(ν) — военно-морской флот;
υπηρετώ στο ναυτικό(ν) — служить во флоте
-
8 σημαία
η прям., перен. знамя, флаг;υψώνω (υποστέλλω) τη σημαία — поднимать (спускать) флаг;
. υψώνω τη σημαία της πάλης — поднимать знамя борьбы;
υψώνω τη σημαία της ανταρσίας — поднимать бунт, мятеж;
καλούμαι υπό τάς σημαίας — быть призванным под знамёна, быть мобилизованным;
υπηρετώ υπό τάς σημαίας — быть солдатом;
τάσσομαι υπό την σημαίαν κόμματος — примыкать к партии; — вступать в ряды партии;
κάτω από τη σημαία ( — или υπό την σημαίαν) τού σοσιαλισμού — под знаменем социализма
-
9 στρατός
ο армия, вооружённые силы, войско, войска;τακτικός ( — или μόνιμος) στρατός — регулярная армия;
στρατός της ξηράς — сухопутные войска;
υπηρετώ στο στρατό — служить в армии
-
10 υπερετώ
См. также в других словарях:
υπηρετώ — ὑπηρετῶ, έω, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] 1. εργάζομαι ως υπηρέτης, εκτελώ χειρωνακτικές, ιδίως, εργασίες για κάποιον, (α. «έχει τρεις ανθρώπους να τόν υπηρετούν» β. «τοὺς διὰ φόβον ὑπηρετοῡντας», Ξεν.) 2. προσφέρω εξυπηρέτηση σε κάποιον (α. «υπηρέτησε με… … Dictionary of Greek
υπηρετώ — υπηρετώ, υπηρέτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υπηρετώ — υπηρέτησα, υπηρετήθηκα, υπηρετημένος 1. αμτβ., εργάζομαι ως υπηρέτης. 2. εκτελώ δημόσια ή στρατιωτική υπηρεσία: Υπηρετεί στα σύνορα. 3. μτβ., εξυπηρετώ, προσφέρω υπηρεσίες, διευκολύνω: Υπηρετεί τους πολίτες με προθυμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπηρετῶ — ὑπηρετέω do service on board ship pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπηρετέω do service on board ship pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρεύω — (AM λατρεύω, Α ελεατ. τ. λατρείω) 1. αγαπώ τον θεό και τόν υπηρετώ με τέλεση τού τυπικού τής θρησκευτικής λατρείας («Φοίβῳ λατρεύων μὴ παυσαίμαν», Ευρ.) 2. αγαπώ πάρα πολύ, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι (α. «λατρεύει τον άνδρα της» β.… … Dictionary of Greek
θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… … Dictionary of Greek
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek
αμφιπολεύω — ἀμφιπολεύω (Α) [ἀμφίπολος] (επικ. ρ. συνήθως στον ενεστ.) 1. υπηρετώ κάποιον ή κάτι ως δούλος, περιποιούμαι, φροντίζω 2. (για ιερείς και ιέρειες) υπηρετώ, διακονεύω 3. διασχίζω (οὐρανόν, δόμον) … Dictionary of Greek
αναμισθαρνώ — ἀναμισθαρνῶ ( έω) (Α) υπηρετώ εκ νέου με μισθό. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα * + μισθαρνῶ «υπηρετώ με μισθό»] … Dictionary of Greek
καθυπηρετώ — καθυπηρετῶ, έω (AM) (επιτατ. τού υπηρετώ) υπηρετώ, βρίσκομαι στην υπηρεσία κάποιου μσν. υπακούω αρχ. μέσ. καθυπηρετούμαι, έομαι βοηθώ, παραστέκομαι σε κάποιον ή σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ ηρετῶ (< ὑπ ηρέτης)] … Dictionary of Greek
μεταποιπνύω — (Α) υπηρετώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ποιπνύω «θεραπεύω, υπηρετώ»] … Dictionary of Greek